Οι υποσχέσεις στους νεκρούς και το ευ ζην των ζωντανών
«Πάρε τα είναι δικά σου τώρα πια» είπε και άφησε να κυλήσουν τα κλειδιά από το ροζιασμένο του χέρι στο δικό μου. Γύρισε με κοίταξε με υγρά μάτια και με τρεμάμενη φωνή συνέχισε «Και από τούτο δω το μαγαζί να πάρεις τη σύνταξή σου». Ένοιωσα την αδρεναλίνη να σκάει σαν βόμβα στο σώμα μου στο άκουσμα των λόγων του. Τα πόδια μου άρχισαν να τρέμουν και λες και μυρίστηκε το δισταγμό μου, με κάρφωσε στα μάτια και σχεδόν παρακαλετά μου είπε «Θέλω την υπόσχεσή σου».
Στεκόμουν και τον κοίταζα αμήχανος. Το κεφάλι μου, ένα βουητό ερχόταν κάπου από το βάθος του. Άλλαξα το πόδι στο οποίο στηριζόμουν, να κερδίσω χρόνο και άφησα το βλέμμα μου να χαθεί πίσω από του. «Εγώ να πάρω σύνταξη από τούτο δω το μαγαζί? » σκέφτηκα. «Να φάω τα χρόνια μου όπως εσύ, όλο το χρόνο εδώ, γιορτή να μη ξέρω, σπίτι να μη γνωρίζω, τόπο να μην αλλάξω, ούτε για μια μέρα. Να στέκομαι στην πόρτα και κάθε μέρα να κοιτώ το ίδιο δέντρο, να λέω τις ίδιες καλημέρες». Το σώμα μου επαναστάτησε και το μάτι μου άρχισε νευρικά να παίζει. «Δε γίνεται!» ούρλιαζε μια φωνή μέσα μου, δυνατή όσο και η σιωπή μου. Τον κοίταξα ξανά. Ήξερα πως το λάδι στο καντήλι του είχε σωθεί. Σα μαχαιριά στην καρδιά ήταν η μέρα εκείνη που η μάνα μου έφερε τα μαντάτα. « Έχει το κακό, μέρες του μένουνε» μου είπε κείνο το απόγευμα σαν γύρισαν από το γιατρό. Ούτε τη λέξη καρκίνος δε μπορούσε να πει από το φόβο και την απελπισία της.
Και να τώρα εγώ στέκομαι μπροστά του, ξέρω πως κάνουμε τις τελευταίες μας κουβέντες, ξέρει πως φεύγει σε ταξίδι χωρίς γυρισμό και εγώ τι να πω; Πώς να πω «όχι δεν είναι αυτό το δικό μου όνειρο, άλλα ποθεί η δική μου ψυχή, να ανοίξω φτερά να πετάξω, να γυρίσω τον κόσμο με τα μάτια μου και τα βιβλία».
«Ναι, πατέρα, στο υπόσχομαι» είπε το στόμα μου κι ήξερα πως δεν ήμουνα εγώ αυτός που μίλησε.
Ίσως κάποιοι να ταυτιστήκατε με την παραπάνω ιστορία. Ίσως όχι με τα γεγονότα αυτά καθαυτά, αλλά με τα συναισθήματα που προκαλεί. Ίσως ξυπνά μνήμες απώλειας κάποιου αγαπημένου σας και από καρδιάς θέλω να πω ότι λυπάμαι για την απώλειά σας. Άλλοι πάλι μπορεί να στάθηκαν κι αυτοί αναποφάσιστοι μπροστά στο δίλημμα που αντιμετώπισε και ο ήρωας της ιστορίας μας. «Να ακολουθήσω την προσταγή της ψυχής μου ή να τιμήσω τη δέσμευση που έδωσα στον αγαπημένου μου;»
Όλοι, ανεξαιρέτως, ξέρουμε ότι θα έρθει η στιγμή που θα πάψουμε να ζούμε. Θα έχουμε πεθάνει δηλαδή, θα είμαστε νεκροί για να το πω πιο απλά. Και ο κόσμος αυτός θα συνεχίσει να γυρίζει, να υπάρχει, χωρίς εμένα σήμερα, χωρίς εσένα αύριο. Η συνειδητοποίηση αυτή τρομάζει . Έρχομαι αντιμέτωπος /η με την έννοια της ανυπαρξίας. Φόβος, άγχος, έγνοια και φυσικά η προσπάθεια να ελέγξω από το τάφο , το μέλλον.
Σκέψεις κατακλύζουν το μυαλό: «Τι πρόκειται να γίνει η περιουσία μου;» « Πως θα τα καταφέρουν να ζήσουν τα παιδιά μου;» « Η επιχείρησή αυτή πάει από γενιά σε γενιά δύο αιώνες τώρα. Οίκος ιδρυθείς το 1895 λέει στη μαρκίζα. Πρέπει να σιγουρευτώ ότι αυτό θα συνεχιστεί». Και ποιος καταλληλότερος τρόπος από το να ζητήσω από κάποιον να δεθεί μαζί μου με μία ιερή υπόσχεση: «Θέλω να φροντίζετε τις γάτες μου», «Υποσχέσου μου ότι δεν θα φέρεις άλλη γυναίκα δίπλα στα παιδιά μας», « Τη μάνα σου και τα μάτια σου» κ.ο.κ Τραγελαφικές καταστάσεις με επίκεντρο μια «εξ’ αδιαιρέτου» κληρονομιά και την υπόσχεση δέσμευσης ανάμεσα σε αδέλφια που δεν μιλιούνται «Θέλω να είστε μονιασμένοι». Οι δικαστικές αίθουσες εξιστορούν επικές μάχες ανάμεσα σε γονείς και παιδιά, αδέλφια, θείους , θείες και λοιπούς συγγενείς και το φάντασμα μιας υπόσχεσης που δόθηκε, να αιωρείται ανάμεσα στους συμμετέχοντες.
Οι υποσχέσεις στους νεκρούς είναι φορτισμένες συναισθηματικά. Μια ζωή τελειώνει και δε θέλουμε ο άνθρωπος μας να πικραθεί και να του χαλάσουμε το χατίρι. Είναι η τελευταία επιθυμία των ανθρώπων που αγαπάμε, στην οποία παραδινόμαστε αμαχητί, στο όνομα της αγάπης. Και με τον τρόπο αυτό, οι ζωντανοί, πολλές φορές καταπατούν, την ποιότητα και τα όνειρα της δικής τους ζωής, ζώντας με μια λανθασμένη αίσθηση ηθικού καθήκοντος προς τους νεκρούς. Δεν μπορεί οι υποσχέσεις στους νεκρούς να είναι παράδοση άνευ όρων στις επιθυμίες τους. Δεν μπορεί στο όνομα της ηθικής υποχρέωσης να βιώνουν οι ζωντανοί οικονομικές και προσωπικές συνέπειες. Μπορούν και έχουν ηθική υποχρέωση προς τον εαυτό τους, να αλλάξουν γνώμη και να πουν ότι δεν μπορούν να φέρουν εις πέρας αυτή τη δέσμευση.
Υπάρχει μια άποψη που υποστηρίζει ότι ο λόγος μας πρέπει να είναι συμβόλαιο. Είναι φυσικά σημαντικό να μην καταστρατηγούμε την εμπιστοσύνη αλλά είναι ακόμα πιο σημαντικό να μην βλάπτουμε τον εαυτό μας ή άλλους στο όνομα του λόγου που δώσαμε. Μπορούμε να μην δράσουμε στην παρόρμηση και να δώσουμε στον εαυτό μας όσο χρόνο χρειάζεται. Αλλιώς είναι πιθανό οι συναισθηματικά φορτισμένες αποφάσεις που θα πάρουμε , να εμπεριέχουν σοβαρό ρίσκο και έλλειψη καθαρής σκέψης.
Είμαστε εδώ για να ζήσουμε, τη δική μας ζωή.
Να ζήσω τη δική μου ζωή.
Και είναι υποχρέωση μου, πριν πεθάνω, πριν η ζωή μου τελειώσει να δουλέψω τον υπαρξιακό μου φόβο, να παραμερίσω τις επιθυμίες μου, αλλά και να αναγνωρίσω τη ματαιότητα και το ναρκισσισμό που κρύβει η ανάγκη μου να ελέγξω τις μελλοντικές γενιές, επιλέγοντας να κάνω το «καλύτερο» για τους ζωντανούς. Να ρωτήσω για τα δικά τους όνειρα, τις δικές τους επιθυμίες, να μοιραστώ τις σκέψεις μου μαζί τους και από κοινού να δράσω βοηθώντας τα δικά τους όνειρα. Να σφίξω τα δόντια και να πάρω αποφάσεις, χωρίς να χρειαστεί να κρυφτώ πίσω από το «εξ’ αδιαιρέτου» και το «οίκος ιδρυθείς τω …» και το φόβο « μη τυχόν και ρίξω κάποιον». Στο κάτω κάτω της γραφής, δεν θα υπάρχω.
Τελικά, η μόνη υποχρέωση που έχουν οι ζωντανοί απέναντί μου, είναι να φροντίσουν την ταφή ή την καύση του νεκρού σώματος μου. Μπορούν να κάνουν ότι θέλουν με τα τυχόν υπάρχοντα που τους έχω διαθέσει και να ζήσουν την ζωή τους ελεύθεροι από ενοχές. Με αυτό τον τρόπο τους αφήνω ελεύθερο τον χώρο να επιτελέσουν ένα σημαντικό έργο: Να πενθήσουν το θάνατο μου. Σπουδαίο δώρο. Μια πραγματική πράξη αγάπης. Η ύστατη.
©Δημήτρης Κουτζαμάνης
Comments